ὑποδημάτιον

ὑποδημάτιον
ὑποδημ-άτιον, τό, Dim. of ὑπόδημα, Hp.Art.62; of the
A shoes of an ass, Arr.Epict.4.1.80.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑποδημάτιον — shoes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδημάτια — ὑποδημάτιον shoes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύβδινος — η, ο (ΑΜ μολύβδινος, ίνη, ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, ίνη, ον, Μ και μολίβινος, ίνη, ον) [μόλυβδος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.) νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πτύσχλοι — οἱ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον» 2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • υποδεμάτιον — τὸ, Α βλ. ὑποδημάτιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”